ἀντέρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντέρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντέρι τό, ἐντέριν Πόντ. (Κερασ.) ἐντέρ’ Πόντ. (Ὄφ.) ἀντέριν Πόντ. (Οἰν.) ἀντέρι Κάρπ. Πελοπν. (Πάτρ.) ἀdέρι Κεφαλλ. Κύθηρ. ἰντέριν Πόντ. (Κερασ.) ἰντέρ’ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἐντέριον. Διὰ τὴν κώφωσιν τοῦ ε ἐν τῷ τύπ. ἰντέριν τοῦ Πόντ. πβ. τὰ αὐτόθ. ὅμοια κεφάλι-κιφάλ’ κττ.

Σημασιολογία

1) Ἔντερον ἔνθ’ ἀν.: Ἤβγαλα τ᾽ ἀντέριˬα τοῦ σφαχτοῦ Κάρπ. || Φρ. Ἀναείρνουν τ’ ἀντέριˬα μου (συγχύζομαι, ἀηδιάζω) Κάρπ. Παιδιˬὰ παίδεψι τῶν ἀdεριῶν (ἡ ἀνατροφὴ τῶν παίδων ἀπαιτεῖ κόπους πολλοὺς) Κεφαλλ. Τῆ μυίας τ’ ἰντἐρ ἀγλαθζ’ (ἐξερευνᾷ περιέργως. ᾿Επὶ τοῦ πολὺ ἀκριβολογοῦντος) Κρώμν. Τραπ. Τ’ ἐντέρ μ’ ἀπάν’ ἀφκὰ ἔρθαν (τὰ ἄντερά μου ἔγιναν ἄνω κάτω, ἠγανάκτησα) Κερασ. ᾽Εκορδυλγαν τ᾿ ἰντέρ.μ’ ἀσ’ σὰ γέλ’τα (ἐπὶ ὑπερβολικοῦ γέλωτος. ἐκορδυλγαν=περιπλακέντα ἐδέθησαν εἰς κόμβους) Κοτύωρ. || Αἴνιγμ. Ἄσπρον γεννει͜ῶμαι, μαῦρον καταστένομαι, ταρταλένιˬα φορῶ κιˬ ὅλοι μὲ τρώσιν, ἀμμὲ τ’ ἀντέριˬα μου τὰ δόντιˬα των σποῦσιν (τὸ κεράτιον) Κάρπ. 2) Τὸ παχὺ ἔντερον Πελοπν. (Λάστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/