ἀν-τερὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀν-τερὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀν-τερὶ τό, ἐν-ταρὶν Πόντ. (Κερασ.) ἐν-τερὶ Καππ. (Σίλ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) ἱν-τερὶ Λέσβ. ἀν-τερὶ σύνηθ. ἁν-τιρὶ βόρ. ἰδιωμ ἀνι-τερὶ Ἄνδρ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀνι-τιρὶ Κυδων. ἀρ-τερὶ Θήρ. ᾿dερὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. entari.
Σημασιολογία
Ποδήρης, χειριδωτὸς χιτὼν φορούμενος ἐν παλαιοτέροις χρόνοις καὶ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν, νῦν δὲ συνήθως ὑπὸ τῶν κληρικῶν, ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Χτυπᾷ τὸ πασουμάκι τζη, τ᾿ ἀνι-τερί τζη τρίζει Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA