βλάψι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλάψι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλάψι ἡ, Νάξ. (’Απύρανθ.) Ἰων. (Σμύρν.) -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βλάψις.
Σημασιολογία
1) Βλάβη ἔνθ’ ἀν.: ᾽Απὸ τὴ γέννα τῆς ἀπόμεινε βλάψι Λεξ. Δημητρ. Βλάψι τῆς σοδε͜ιὰς αὐτόθ. Συνών. βλαψιˬά. 2) Ζημία Ἰων. (Σμύρν.): Χιλιˬῶ λογιˬῶνε βλάψες ἔχει αὐτὴ ἡ δουλε͜ιά. Πβ. βλάψιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA