βλαψίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαψίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βλαψίδι τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βλάψι καὶ τῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀνώμαλος κατάστασις τῶν ἐγκύων γυναικῶν καθ’ ἣν αἰσθάνονται σφοδρὰν ἐπιθυμίαν πρὸς ἀσυνήθη ἐδέσματα ἢ ἀντιθέτως ἀποστροφὴν πρὸς ὡρισμένα φαγητὰ. Συνών. βλάψιμο 3. 2) Πληθ., τὰ ἐπιθυμούμενα ὑπὸ τῶν ἐγκύων γυναικῶν ἐδέσματα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA