βλαψίμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαψίμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλαψίμι τό, Ρόδ. Σύμ. γλαψίμι Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βλάφτω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίμι.

Σημασιολογία

Συνήθως κατὰ πληθ., τὰ συμπτώματα τῆς ἐγκυμοσύνης, αἱ ὀργανικαὶ διαταραχαὶ τῶν ἐγκύων γυναικῶν ἔνθ. ἀν.: Εἶναι ᾿ς τὰ βλαψίμιˬα της Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/