ἀρχαιολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχαιολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρχαιολόγος ὁ, λογ πολλαχ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀρχαιολόγος.

Σημασιολογία

Ὁ περὶ τὰ ἀρχαῖα ἀσχολούμενος: Γιˬὰ νὰ φανῇ πῶς ἤτανε ἀρχαιολόγος ΓΨυχάρ. Τὰ δυὸ ἀδέρφ. 82.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/