ἀρχαύλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχαύλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρχαύλης ὁ, Σίφν. Σῦρ. ἀρκαύλης Ρόδ. (Ἀρχάγγελ. Σάλακ. Σορον. Φάν. κ.ἀ.) Σεριφ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. ἄρχω καὶ τοῦ οὐσ. αὐλή. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΣΞανθουδ. ἐν Λαογρ. 7 (1923) 370 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ὁ κύριος τοῦ ποιμνίου (κυρίως ὁ ἄρχων τῆς αὐλῆς, ἤτοι τῆς μάνδρας) Σίφν. 2) Ὁ πρῶτος τῶν ποιμένων, ἀρχιποιμὴν Ρόδ. Σῦρ Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Κρήτ. καὶ τοπων. Ἀρχαύλη αὐτόθ. 3) Ποιμὴν τυροκόμος Σέριφ. 4) Τυροκόμος ὅστις λαμβάνει ἐπὶ διάστημά τι χρονικὸν τὸ γάλα τῶν ποιμένων τῆς περιφερείας καὶ τυροκομεῖ Ρόδ. (Ἀρχάγγελ. Σάλακ. Σορον Φάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA