βλέπας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλέπας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βλέπας ὁ, Πελοπν. (Κορινθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βλέπω.

Σημασιολογία

Μόνον ἐν τῇ φρ. βλέπει ὁ βλέπας, ἤτοι ὁ Θεός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/