ἀντεροθερίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντεροθερίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντεροθερίζω ἀμάρτ. ἀdεροθερίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μέσ. ἀdεροθερίζομαι Σῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄντερο καὶ τοῦ ρ. θερίζω.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ. ἐνοχλῶ κυρίως καὶ μεταφ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Θὰ σ᾿ ἀdεροθερίσῃ, ἅμα φάς ἄγουρο. Σ’ ἀdεροθέρισαν τὰ λόγια μου. 2) Μέσ. λυποῦμαι. στενοχωροῦμαι, πειράζομαι Σῦρ.: Ἅμα εἶδε τὸ φουστάνι μου, ἀdεροθερίστηκε. Πβ. ἀντεροδιˬαλύνω, *ἀντεροκαίω, ἀντεροκόφτω, ἀντερολύνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/