βλέπημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλέπημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βλέπημα τό, Κορ. Ἄτ. 1,176 -Λεξ. Δημητρ. βλέπημαν Κύπρ. γλέπημα Ρόδ. ἔλεπ'μαν Πόντ. (Χαλδ.) βλέψ'μα Μακεδ. (Κοζ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βλέπω παρὰ τὸ θέμ. τοῦ ἐνεστῶτος. Ὁ τύπ. βλέψ’μα ἀπὸ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορίστου. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Τὸ βλέπειν, ἡ ὅρασις Πόντ. (Χαλδ.) 2) Φρούρημα, φύλαγμα, ἐπιτήρησις Κύπρ. Ρόδ. -Κορ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ. 3) Ἡ πρώτη ἐπίσκεψις τοῦ γαμβροῦ μετὰ τῶν συγγενῶν καὶ φίλων του εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης καθ’ ἣν καὶ προσφέρονται εἰς αὐτὴν ὑπὸ τοῦ γαμβροῦ καὶ τῶν συνοδῶν των κοσμήματα, φλωρία κττ. Μακεδ. (Κοζ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA