βλέπησι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλέπησι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλέπησι ἡ, Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. 388 Δημητρ. ἐβλεπησι Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βλέπησι, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. βλέπησις=βλέμμα. Πβ. Μαχαιρ. 1,8 (ἔκδ. RDawkins) «νὰ πέψῃ ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων ἀπεζοὺς καὶ καβαλλάριδες διὰ τὴν βλέπησιν τοῦ τόπου».
Σημασιολογία
’Επίβλεψις, φύλαξις, ἐπιτήρησις, φρούρησις. Συνών. βλέπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA