γαιˬδουροτρώγομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬδουροτρώγομαι

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαιˬδουροτρώγομαι ἀμάρτ. γαιˬδουροτρώομαι Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι καὶ τοῦ ρ. τρώγομαι, δι' ὃ ἰδ. τρώγω.

Σημασιολογία

Μέσ. ἀλληλοπαθ. ἀλληλοϋβριζόμεθα φιλονικοῦντες: Ὅλη μέρα γαιˬδουροτρώουdαι ᾽ς ἐκε͜ιὸ τὸ σπίτι. Ἐψὲς πάλε ἐγαιˬδουροφαωθήκανε οἱ γειτόνοι μας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/