βλέπιστρον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλέπιστρον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βλέπιστρον τό, Κύπρ. γλέπιστρον Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βλεπίζω, δι᾿ ὃ ἰδ. βλέπω, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -τρον.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀμοιβὴ διὰ τὴν ἐπιτήρησιν καὶ βόσκησιν ζῴων. Συνών. βλεπητικὰ (ἰδ. βλεπητικὸς 2). Πβ. βλέπηθρον. 2) Ἡ ἐπ᾿ ἀμοιβῇ ἐπιτήρησις καὶ βόσκησις ζῴων: Ἔικα τὰ βούδκιˬα μου ᾽ς τὸ βλέπιστρον (ἔικα=ἔδικα, ἔδωκα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA