βλεποφάνερος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλεποφάνερος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βλεποφάνερος ἐπίθ. Κρήτ. Χίος.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βλέπω καὶ τοῦ ἐπιθ. φανερός.
Σημασιολογία
᾽Οφθαλμοφανής: Εἶναι βλεποφάνερο πῶς το’ ᾽καμενε Κρήτ. Βλεποφάνερη κλεψιˬὰ αὐτόθ. Συνών. ὁλοφάνερος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA