ἀντερόσπασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντερόσπασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντερόσπασι ἡ, Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀντεροσπῶ.
Σημασιολογία
Τρόμος. φόβος. 2. Συνών. ἀντερόσπασμα, ἀντεροσπασμὸς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA