γαιˬδουρόψαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬδουρόψαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαιˬδουρόψαρο τό, πολλαχ. γαδουρόψαρο πολλαχ. γαιˬδαρόψαρο Κορ. Ἄτ. 5,37 γαδαρόψαρο Λεξ. Πόππλετ. γαδαρόψαρου Θεσσ.
Σημασιολογία
Ὁ ἰχθὺς γάδος ἢ ὀνίσκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA