γαιˬδουρόψωρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬδουρόψωρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαιˬδουρόψωρα ἡ, Λεξ. Περίδ. Βυζ. Αἰν. γαιˬδουροψώρα Λεξ. Βλαστ. 396.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ ψώρα.
Σημασιολογία
Ψώρα ἀγρία καὶ δυσκόλως θεραπευομένη. Πβ. γαιˬδουρολειχῆνα, γαιˬδουροφάγωμα (ΙΙ) 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA