γαΐζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαΐζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαΐζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) γαγίζω Πόντ. (Κερασ.) gαΐζω Πόντ. (Κερασ.) γαΐζου Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ πεποιημένου μορ. γα κραυγὴν δηλοῦντος.

Σημασιολογία

1) Φωνάζω, κραυγάζω Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸ μωρὸν γαΐζ’ Χαλδ. Συνών. βάζω (Ι) 1. βατταλαλῶ 3, βαΰζω 1. β) Κρώζω, ἐπὶ κόρακος Πόντ. (Κοτύωρ.): Ἄμον κορώνα γαΐζ’ (κρώζει ὡς κόραξ). 2) Ταλαιπωροῦμαι ὑποφέρω Σαμοθρ.: Δὲν ἰγείχαμ’ νιὸ κι᾽ γαΐσαμ’ γού’ μία διψασμέ’ (δὲν εἴχαμε νερὸ καὶ ἐταλαιπωρήθημεν ὅλη μέρα διψασμένοι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/