βάβακος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάβακος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βάβακος ὁ, ΧΜεγδάν. Λυχν. Διογέν. 171 ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 73, 115 βάβακους Μακεδ (Κοζ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ παρ’ Ἡσυχ. βάβακοι=βάτραχοι καὶ τέττιγες.

Σημασιολογία

1) Βάτραχος ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. ᾽Εκάκιˬωσεν ὁ βάβακος κ’ ἡ λίμνη δὲν τὸ ξέρει (ἐπὶ οὐτιδανῶν οἱ ὁποῖοι ἀφρόνως ὀργίζονται κατὰ τῶν ὑπερεχόντων). 2) Ἐπιθετικ., ὁ μὴ ἔχων κέρατα, ἄκερως Μακεδ. (Κοζ.) –ΧΜεγδάν. ἔνθ’ ἀν.: «Εἶχε τὸν ἕνα βοῦν του κορνοῦτον καὶ τὸν ἄλλον βάβακον» ΧΜεγδάν. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/