γαΐλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαΐλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαΐλης ἐπίθ. Ἤπ. Θηλ. γαΐλω Ἤπ. γκαΐλω Ἤπ. Οὐδ. γαΐλικο Ἤπ. γκαΐ’κου Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαΐλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ης.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων χρῶμα μαῦρον (ἐκ τῆς ὁμοιότητος πρὸς τὸ χρῶμα τοῦ κόρακος ἢ τῆς καρακάξας) ἔνθ' ἀν.: Γκαΐλω νὰ γένῃς! (νὰ ντυθῇς εἰς τὰ μαῦρα, νὰ χηρέψῃς! ἀρὰ) Ἤπ. Γαΐλικο γελάδι αὐτόθ. Γκαΐ’κου γ’ρού’ Θεσσ. Πβ. *γαϊλᾶτος. Τὸ ἀρσεν. Γαΐλης καὶ ὄν. βοὸς μελανόχρου, θηλ. Γαΐλω ὄν. ἀγελάδος μελανόχρου Ἤπ. Ὑπὸ τὸν τύπ. Γκαΐλω καὶ ὡς παρων. Πελοπν. (Τεγ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/