γιˬαταγάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαταγάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαταγάνι, τό, σύνηθ. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬαταγά’ βόρ. ἰδιώμ. γιˬουταγά’ Στερελλ. (‘Αχυρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ yataan = ξίφος, μεγάλη μάχαιρα.

Σημασιολογία

Εἶδος πλατείας καὶ καμπύλης κατὰ τὸ μέσον σπάθης, τουρκικῆς προελεύσεως συνηθ.: Ντύθηκε ὁ Γιˬώργης φουστανελᾶς τοῦ Βαγγελισμοῦ καὶ ζώστηκε καὶ τὸ γιˬαταγάνι του παπούλη του Πελοπν. (Γαργαλ.) Βγάλ-λει τὸ γιˬαταγάνι dου τσαὶ σκοτών-νει τσαὶ τὶς ἕξι (ἐκ παραμυθ.) Κάλυμν. Τί τοὺ θέ’ς κὶ τοὺ κρέμασις αὐτὸ τοὺ γιαταγά’ Ἤπ. (Κουκούλ.) Εἶνι τοὺ γιουταγά’ τ᾽ παππού’ μ’ Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Φρ. Ἔχ’ καλὸ γιˬουταγά’ ἡ δεῖνα (ἐπὶ φλυάρου καὶ κακογλώσσου γυναικὸς) αὐτόθ. Ἔβγαλε τοὺ γιˬαταγά’ (ἀπεφάσισεν ὁριστικῶς νὰ ἐνεργησῃ) Στερελλ. (Ὑπάτ.) || ᾌσμ. Βγάζει τὸ γιˬαταγάνι του, τὸν κά’ ἑφτὰ κομμάτια Ἤπ. Σὰν μ’ ἀγαπάῃς, βρὲ Ρωμιέ, σπάσε τὸ γιˬαταγάνι, κ’ ἐγὼ ἀσημένιˬο σοῦ βαστοῦ, τὸ ξαναβάζεις πάλι Εὔβ. (Κύμ.) Τὰ γιˬαταγάνιˬα τῶν κλεφτῶν κλαῖνε κιˬ ἀναστενάζουν, ἐκλαίγαν γιˬὰ τὸν Κωσταντῆ, τὸν ἀρχικαπετάνιο Πελοπν. (Ξηροκ.) Ποῦ εἶναι τοῦ Μάρκου τὸ σπαθί, ποῦ εἶναι τὸ γιˬαταγάνι; Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 42.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/