βαβάλιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβάλιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαβάλιν τὸ Ρόδ. κ.ἀ. βαβάλ-λιν Κύπρ. βαβάλι Κάλυμν. Κῶς Πάτμ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. βαβάλ-λdι Ρόδ. βουβάλι Ἀθῆν. (παλαιότ.) βουάλι Μεγίστ. Ρόδ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βαβάλιον. Πβ. Ἀπολλ. Διήγ. στ. 423 (ἔκδ. GWagner σ. 262) «εἴχασιν κόρην καὶ αὐτοί, βρέφος εἰς τὸ βαβάλι».

Σημασιολογία

1) Λίκνον Ἀθῆν. Κάλυμν. Κῶς Μεγίστ. Πάτμ. Ρόδ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Ἔλα, ὕπνε, ᾽ς τὸ βουβάλι | κιˬ ἀποκοίμισ’ τὸ δαμάλι (βαυκάλ.) Ἀθῆν. Βάλ-λω σε ᾿ς τὸ βουάλι σου ναν-νὶ ναν-νὶ νὰ κάμῃς, δεξιˬά σου βάλ-λω τὀ Χριστό, ζερβιˬὰ τὴν Παναΐα (βαυκάλ.) Μεγίστ. Υ͜ἱέ μου, ’ς τὸ βαβάλdι σου τριˬὰ δέντρα θὰ φυτέψω, εἰς τὴ δεξιˬά σου φοινικεˬὰ κ’ εἰς τὴ ζαρβή σου δάφνη κ’ εἰς τὸ προσκεφαλάκιν σου τριˬανταφυλλεᾶς κλωνάρι (βαυκάλ.) Ρόδ. Συνών. κούνιˬα, βαβαλίδα. 2) Φέρετρον νεκρικὸν Κύπρ. Σύμ.: ᾎσμ. Ταὶ τὸ βαβάλ-λιν φέρνουσιν ταὶ ’πάνω τὸν ἐβάλαν τ’ ἐπῆραν τον ’ς τὴν ἐκκλησιˬὰν μὲ κλάματα μεάλα Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/