βαβᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βαβᾶς ὁ, Καππ. (Σίλ. κ.ἀ.) βαβᾶ Καππ. (Ἀραβάν. Φερτ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη. Πβ. βαβὰ ἡ. Ὁ τύπ. βαβᾶ ἢ ἐκ τῆς κλητικῆς ἢ ἐκπεσόντος τοῦ ς ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τοῦ σου, ὁ βαβᾶς σου-ὁ βαβᾶ σου.
Σημασιολογία
Πατήρ. Συνών. βαῆ, κύρις, μπαμπᾶς, πατέρας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA