γιˬατί
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατί
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γιˬατί μόρ. ἐρωτηματ. διατί Κορσ. Πόντ. (Οἰν.) γιˬατί κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Γαλλικ. Καλημ. Καστριν. Στερνατ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Ἀξ. Ποτάμ.) Πόντ. Τσακων. γιˬατίς Θρᾴκ. (Αἶν.) Πάρ. (Λεῦκ.) γιˬαθί Χίος (Πυργ.) γιˬακί Λέσβ (Πλομάρ. κ.ἀ.) Χίος (Βέσ. Μεστ.) γιˬατσί Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) Τσακων. γιˬατί Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) ζατί Λέσβ. Σίκιν ζιˬατί Χίος (Πισπιλ.) γιˬατία Κάρπ. (Μεσοχώρ.) γιˬατσά Τσακων (Βάτικ. Χαβουτσ.) γετσά Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γιτσά Τσακων. γιˬατατί Θρᾴκ. (Γέν. Ἐπιβάτ. Λουλεμπ. Σαμακόβ. Σαρεκκλ. Σκοπ.) γιˬατίνα Κάρπ. Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τῆλ. γιˬατιτί Θρᾴκ. (Μαρών.) γιˬατουτί Λῆμν. γιτί Μακεδ. (Καστορ.) ᾽ιˬατί Μακεδ. (Γαλάτιστ. Δρυμ. Καταφύγ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’ατί Καππ. (Ἀξ. Οὐλαγ.) Μακεδ. (Δεσκάτ.) Σύμ γιˬάτι Πόντ. (Ἴμερ. κ.ἀ.) γιˬάτ’ Καππ. (Φλογ.) Πόντ. (Χαλδ.) γιˬαΐ Καππ. (Μισθ.) γιˬάι ‘Απουλ. (Κοριλ.) Καππ. (Μισθ.) γιˬά σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Κοριλ.) ᾿ιˬά Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ὀγιˬά Πόντ. (Σούρμ.) γιˬακάτ’ Ἀπουλ. (Μαρτ.) τάτ’ Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γιˬατί, καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ διατί, τὸ ὁποῖον προῆλθεν ἀπὸ τὴν συνεκφορὰν τῆς προθ. διὰ καὶ τῆς ἐρωτηματ. ἀντων. τί. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ, 2,197. Ὁ τύπ. γιατατί παρὰ τὸν γιˬατά, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. γιά. Ὁ τύπ. γιˬατιτί ἀπὸ σύμφυρ. τῶν γιˬατατί καὶ γιˬατί. Περὶ τοῦ τύπ. γιακὶ βλ. P. Kretschmer. Lesb. Dial. 144.146. Περὶ τοῦ τύπ. ὀγιˬά. βλ. Α. Α. Παπαδόπ., Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946), 10. Οἱ τύπ. γιˬατίνα, γιˬατία πιθαν. ἐκ τῆς συνεκφ. μετὰ τοῦ τελικοῦ συνδ νὰ ὁ πρῶτος, ἢ τοῦ τύπου ᾽ὰ τοῦ μορίου θὰ ὁ δεύτερος. Ὁ τύπ. γιˬατίς δι’ ἀναπτύξεως τελικοῦ ς, ὡς συμβαίνει πολλαχοῦ εἴς τινα ἐπιρρηματα.
Σημασιολογία
1) Εἰς τὴν ἀρχὴν ἐρωτηματ. προτάσεων, εὐθειῶν ἢ πλαγίων, ἢ καὶ μόνον, κατὰ βραχυολογίαν, διατί, διὰ ποῖον λόγον κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Μάρτ. Στερνατ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. Πόντ. (Τραπ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Γιˬατί τὸ ἔκανες αὐτό; Γιˬατί δὲν τρῶς; Γιˬατί; (ἐνν. δὲν τό ’καμε αὐτὸ κλπ.) κοιν. Γιˬατί, ρὲ διˬάουλι; (ὕβρις) Μακεδ (Κοζ.) Δὲν ξέρω γιˬατί τό ’κανε - γιˬατί δὲν πῆγε ’ς τὴ δουλε͜ιὰ - γιˬατί δὲν τρώει κ.τ.τ. Δὲν ξέρω γιˬατί πῆγε κ’ ἔκλεψε τὸ ξένο γέννημα (= σιτάρι) Πελπον (Γαργαλ.) Γιˬατατί τό ’δειρες τὸ παιδί; Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Γιˬατιτί κλαῖς; Θρᾴκ. (Μαρών.) Γιˬατί ᾽κὶ ἔρχεσαι; Πόντ. Γιˬατὶ δὲν ἦρθις; Μακεδ. (Καστορ.) Γιˬατσί, Γιˬάννου, δὲν ἦρθις ἰχτές; Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) Γιˬατίνα καὶ σφενdυλοκοπᾷς τὸ παιί; (σφεντυλοκοπᾷς = δέρνεις) Κάρπ. Γιˬατίνα τ᾽ ἄφητσες ἐτσεδὰ εὐτοῦνο τὸ φουσκούι; (γιατί τὸ ἄφηκες ἔτσι αὐτὸ τὸ ἐξόγκωμα;) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Γιˬατίνα, δράκο, νὰ φᾶς ἐμὲ τὸ Γιάννη; (ἐκ παραμυθ.) Τῆλ. Ἐὺ γιˬατί ἦρτες ἐροῦ; (ἐροῦ = ἐδῶ) Ἀραβάν. Γιˬατσί δὲν ἐκάνερε ἐέρι; (διατί δὲν ἧλθες χθές;) Τσακων. Γιˬατσά ’σὰ βήχου; - Βῆκα τσαὶ πονέτσ’ ὁ λαιμό μ᾽ (γιατί βηχεις; - Ἔβηξα καὶ πόνεσε ὁ λαιμός μου) (Χαβουτσ.) Τοῦνε γετσὰ μίο μ’ πέτσ’ πὴ δὲ θὰ βρέτσ’ ὀφέτ’; (ἐσὺ γιατί ἐμένα μοῦ εἶπες πὼς δὲ θὰ βρέξῃ φέτος;) αὐτόθ. Γιˬαΐ νὰ μὶ σκοτώῃς Μισθ. Γιˬαΐ; Ὀγὼ dετσοκάχομαι (γιατί; ἐγὼ ἐκεῖ κάθομαι) αὐτόθ. Γιˬαΐ ντοὺ ποῖκες ὄντσα; (διατί τὸ ἔκαμες ἔτσι;) αὐτόθ. Γιˬάι τὸ βάλλικαν; (γιατί τὸ ἔβαζαν;) αὐτόθ. Τὸ σόντυλό σ’ γιατ᾿ ᾽ναι παχύ; (ὁ λαιμός σου γιατί εἶναι χοντρός;) Φλογ. Γιάτ’ συγχροντᾶς χὰτ κιριˬᾶς κόλος; (γιατί γκρινιάζεις σὰν γριᾶς κόλος; πρὸς νύμφην μεμψιμοιροῦσαν κατὰ τῆς πενθερᾶς) αὐτόθ. Γιˬατί μοῦ λέτε ἴτου; (γιατί μοῦ μιλᾶτε ἔτσι;) Στερνατ. Γιˬατί μοῦ θέλητε; (γιατί μὲ θέλετε;) Μπόβ. Γιˬά δὲν ἔρχεσαι; Πελοπν. (Φιγάλ.) Γιˬά δὲν ἦρθες κι ἐσὺ ’ς τὴν ἐκκλησά; Α. Κρήτ. Γιˬά δὲ μοῦ μήναγες νὰ ’ρθῶ; Πελοπν. (Μεσσην.) Γιˬακάτ’ ἦρτε; Μαρτ. || Φρ. Γιˬατί ὄχι! (πῶς ὄχι; βεβαιότατα) κοιν. Ἔμ γιˬακί! (καὶ πῶς, βεβαίως) Λέσβ. Γιˬατί; - Γιˬὰ τ’ ἀντί! (παιγνιωδῶς πρὸς ἐνοχλητικῶς ἐρωτῶντα) πολλαχ. Γιˬατί; Γιˬὰ τ’ ἀντί, πού ’χει τέσσερες τροῦπες (συνών. μὲ τῆν προηγουμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬατί; - Γιˬὰ τὸν κατὴν (συνών. μὲ τῆν προηγουμ.) Πόντ. (Τραπ.) Γιατί; - Γιˬατίξη καὶ ξερό σ’ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ. ἀλλὰ λεγομένη εἰς στιγμὰς ὀργῆς) Μῆλ. || Παροιμ. Τὸν λύκον εἶπαν ἀτον: ἡ γούλα σ᾿ γιˬάτι ἔν’ παχύν; -Μὲ τὰ χέριˬα τὴν δουλεία μ’, εἶπεν (ὁ φροντίζων προσωπικῶς διὰ τὰς ὑποθέσεις του ἐπιτυγχάνει καλύτερον) Πόντ. Συνών. φρ. Ὁ λύκος ἔχει τὸ σβέρκο του χοντρό, γιατὶ κάνει μόνος του τὶς δουλε͜ιές του. Δὲ dό ’χω γιὰ τὸ bάτσο, τό ’χω γιˬὰ τὸ γιˬατί (ἐπὶ τῶν παραπονουμένων δι᾽ ἄδικον τιμωρίαν, ἐνοχοποίησιν) Ἰθάκ. || ᾌσμ. Γιˬατί ’ναι μαῦρα τὰ-ι-βουνά, γιˬατί ’ν’ ἀνταριασμένα; - Γιˬατὶ διαβαίνει ὁ Χάροντας μὲ τοὺς ἀποθαμένους Στερελλ. (Ἀστακ.) Μουρὲ πιδιˬὰ καηˬμένα, | γιˬατί ᾽στι λιρουμένα; Θεσσ. (Βαθύρρ.) Γιˬατία ’ὲμ-μοῦ τά ’λεες, τσ᾽ ἂν εἶχες τσ’ ἄλλο φίλο, νὰ σὲ συμπάλω, νὰ καῇς τσὰ τῆς φωδιˬᾶς τὸ ξύλο; (τσὰ = σὰν) Κάρπ. Θεέ, πού ’σ’ ἀπουπάνω μας, θέω νὰ σ’ ἀρωτήξω, τὰ νιˬᾶτα ὁποὺ μοῦ ’δωκες, ’ιˬατί τὰ παίρνεις πίσω; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἀνάπλι, γιˬά δὲ χαίρεσαι, γιˬά δὲ βαρεῖς παιχνίδια; (βαρεῖς παιχνίδιˬα = κρούεις μουσικὰ ὄργανα, παίζεις μουσικήν) Πελοπν. Συνών ἀμπάλι, γιˬάντα. β) Ἐπὶ ἀπαντήσεως ἢ παρατηρήσεως ἐπὶ τῶν λεγομένων διδομένης ὑπὸ μορφήν ἐρωτήσεως, μήπως, τάχα κοιν.: Γιˬατί, σοῦ κακοφάνηκε; Γιˬατί, δὲν σὲ συμφέρει ἡ ἀλήθεια; Γιˬατί, θὰ σοῦ ’ρθῃ βάρος; κοιν. Γιˬατί; σεῖς λίγα κάνιτι; Λέσβ. Γιˬατί; αὐτ’νοῦ τοῦ ’ρχιτι ἄσχημα κὶ μένα ὄ’; Εὔβ. (Ἄκρ.) 2) Μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὡς οὐσ., ἀποχρῶν λόγος κοιν.: Ἤθελα νὰ ξέρω τὸ γιˬατί; Ἄν δὲ μάθω τὸ γιˬατί, δὲ θὰ ἡσυχασω Τὸ γιˬατί τὸ ξέρεις· τί ἄλλο θέλεις; κοιν. Ἄσε ’με ἥσυχόνε, μὴ θέλῃς νὰ μάθῃς τὸ γιˬατί! Πελοπν. (Γαργαλ.) Βρισκόταν σ᾽ ἀδιάκοπη ἀγωνία χωρὶς τὸ γιˬατί! Μ. Μινώτ., Ζακυνθ. ἀγριολούλ., 97. Θὰ σ’ τοὺ δώσου, ἀλλὰ θέλου νὰ ξέρου τοὺ γιˬατί Εὔβ. (Ἄκρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA