ἀντερώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντερώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντερώνομαι Στερελλ. (Ἄμφ.) ἀντιρώνουμι Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ἀdιρώνουμι Σάμ. ’ντερώνουμαι Πελοπν. (Μεσσ. Τριφυλ.) ’ντιρώνουμι Στερελλ. (Ἀρτοτ.) ’dερώνομαι Πελοπν. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐσ. ἄντερο.
Σημασιολογία
Ἐκτείνω τὰ μέλη τοῦ σώματος μετ’ ἐντάσεως ἕνεκα νοσηρᾶς καταστάσεως ἢ ἀτονίας ἔνθ’ ἀν.: Οὕλο ἀντερώνομαι σήμερα καὶ δὲν ξέρω τί ἔχω Ἄμφ. Μὴν ᾿ντιρώνισι, θὰ κουπῇ τίπουτα μέσα σου ᾽Αρτοτ. Ἀντιρώνισι, γλέπου, θὰ θιρμάθηκις Αἰτωλ. Ἀντιρώνιτι τοὺ πιδί, θὰ θιρμαθῇ αὐτόθ. Συνών. ἶδ. ἐν λ. ἀνακλαδίζω II.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA