γαιˬτανένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬτανένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαιˬτανένιˬος ἐπίθ. Θρᾴκ. – ΓἘπαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,230. γαιˬτανένιˬους Ἤπ. (Ζαγόρ.) γατανένος Κάρπ. γαιˬτιˬανένιˬος Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬτάνι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ένιˬος.
Σημασιολογία
1) Ὁ πεποιημένος, ὁ καμωμένος ἀπὸ γαιˬτάνι Ἤπ. (Ζαγόρ.) - Γ᾽Επαχτίτ. ἔνθ᾽ ἀν.: Γαιˬτανένιˬα μακρουλλὰ κουμπιˬὰ ΓἘπαχτίτ. ἔνθ᾿ ἀν. β) Μεταφ. ὁ λεπτὸς τοὺς τρόπους, εὐγενὴς Πελοπν. (Μάν.) 2) Γαιˬτανᾶτος 1, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. Καρπ. Φρύδιˬα γαιˬτανένιˬα Θρᾴκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA