βαβίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαβίλα ἡ, Πελοπν. κ.ἀ. –ΜΛελέκ. ἐν ’Αττ. Ημερολ. 17, 204.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς λέξεως βὰβ καὶ τῆς καταλ. –ίλα.
Σημασιολογία
1) Ὑλακὴ κυνὸς ΜΛελέκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαβιξιˬά. 2) Μετων. νήπιον διαρκῶς κλαυθμυρίζον Πελοπν.: Σοῦ εἶναι μιˬὰ βαβίλα, δὲν ἔχει ὁ Θεὸς μεράδι μὲ δαῦτο! Συνών. ἰδ. ἐν. βαβάκαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA