ἀντέσιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντέσιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντέσιμο τό, Λεξ. Δημητρ. ᾿ντέσιμο Λεξ. Δημητρ. ντέσ᾽μου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντένω.

Σημασιολογία

1) Συντυχία Λεξ. Δημητρ.: Καλὸ ’ντέσιμο (εὐχὴ πρὸς ἀγάμους). Συνών. ἄντεμα 1. 2) Ἀντεσιˬά, ὃ ἰδ., Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) 3) Κακὸν συναπάντημα δαιμονίων Στερελλ. (Εὐρυταν.): Ἰγὼ εἶμ’ ἀποὺ ’ντέσ’μου π᾿ δὲν ἀκούου Εὐρυταν. Συνών. ἄντεμα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/