γιˬατράβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατράβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬατράβα ἡ, Πόντ (Οἰν.) δτράβα Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άβα. Πβ. κακὰς-κακάβα, Κοσμᾶς-Κοσμάβα, στρωματᾶς - στρωματάβα, τσοπᾶνος - τσοπανάβα κ.τ.τ.

Σημασιολογία

1) Γυνή ἰατρὸς καὶ μάλιστα αὐτὴ ἡ ὁποία ἀσκεῖ τὴν ἰατρικὴν μὲ βότανα καὶ ἄλλα πρακτικὰ φάρμακα ἢ καὶ μὲ μαγικοθεραπευτικὰ μέσα. Συνών βλ. εἰς γιˬατρὸς 4β. 2) Ἡ σύζυγος τοῦ ἰατροῦ. Συνών. β) εἰς γιˬατρὸς 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/