ἀρχιδιˬάκονος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχιδιˬάκονος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρχιδιˬάκονος ὁ, κοιν. ἀρχ᾿διˬάκουνους βόρ. ἰδιώμ. ἀρχιδιˬάκως σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀρχιδιάκονος.

Σημασιολογία

Ὁ πρῶτος τῶν διακόνων ἀπὸ ἀπόψεως διοικητικῆς ἢ ἀπὸ ἀπόψεως θέσεως.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/