γαιˬτανοζωσμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬτανοζωσμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαιˬτανοζωσμένος ἐπίθ. Ἤπ. Κῶς γαιˬτανοζωμένος Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬτάνι καὶ τοῦ ζωσμένος μετοχ. τοῦ ρ. ζώνω.

Σημασιολογία

Ὁ οἱονεὶ ζωσμένος μὲ γαϊτάνι, ἤτοι ὁ φορῶν ἐνδύματα κοσμημένα μὲ γαϊτάνι: ᾌσμ. Ἔχεις παιδὶ μικρούτσικο καὶ γαιˬτανοζωσμένο, τὸ λούζουν, τὸ χτενίζουνε, ᾿ς τὸ δάσκαλο τὸ πάνε Ἤπ. Μωρὲ παιδὶ μικρούτσικο καὶ γαιˬτανοζωσμένο ποῦ σ’ ἕλουζαν, σὲ χτένιζαν, ᾽ς τὸ δάσκαλο σὲ πάγουν Κῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/