γιˬατρικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατρικὸ τό, γιˬατρικὸν Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)- Λεξ. Βάιγ. γιˬατρικὸ κοιν. γιˬατρ’κὸ Θεσσ. (Συκαμν.) γιˬατ-τρικὸ Χάλκ. γιˬατρικοὺ Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬατικὸ Τσακων. (Μέλαν.) ιˬατρικὸ Κορσ. γιˬατιικὸ Σαμοθρ. διˬατρικὸ Κάρπ. Κάσ. δτρικὸν Πόντ. (Ἴμερ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γατρικὸ Κύπρ. (Καλοπαναγ. Μουτουλ. Πεδουλ.) ᾿ατρικὸ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ᾽ατ-τρικὸ Σύμ.
Ετυμολογία
γιˬατρικὸ
Σημασιολογία
Φάρμακον κοιν. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Παίρνω - δίνω - φτε͜ιάνω γιˬατρικὰ κοιν. Παίρνω γιˬατρικά, ἀλλὰ ὠφέλεια δὲ βλέπω κοιν. Νὰ πάρῃς τοῦτο τὸ γιˬατρικὸ καὶ θὰ γένῃς περδίκι (= θὰ θεραπευθῇς τελείως) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬὰ τὴ λυσουρία τὸ καλύτερο γιˬατρικὸ εἶν’ οἱ βατοκορφάδες (λυσουρία = δυσουρία) αὐτόθ. Τῆς σκινιˬᾶς τὸ λάδι ἤτανε γιατρικὸ Ἀγαθον. Νὰ πάρ’ς τοὺ γιˬατρικό σ᾽, πιδί μ᾽, γιὰ νὰ γέ’ς καλὰ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τί καλό ’χει; Οὕλο γιˬατρικὰ πίνει Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἔδουκα πουλλὰ λιπτὰ ’ς τὰ γιˬατρικὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) Θέλου νὰ μάσου λίγου μέντα γιˬὰ γιˬατρικὸ (μέντα = ἡδύοσμος) αὐτόθ. Τὴ σαλαμέντρα ἄν τ᾽ν ἰδῇς νὰ κουντανασαί’ κὶ τ᾽ν πατήσῃς ’ς τ᾽ν οὐρά, κάτ’ βγά’ ἀποὺ τὸ στόμα ποὺ εἶνι γιˬατρικὸ Θεσσ. (Μελιβ.) Ἔμασα τσῆ κουφοξυλιˬᾶς τὰ λουλούδιˬα γιὰ γιˬατρικὸ Ὀθων. Μὲ μιˬὰν τ-τουλούμπαν γιˬατρικὸ ἐράντισα ταὶ τὰ θκυˬὸ τὰ κλήματα (τουλούμπα = ψεκαστήρα) Κύπρ. Δὲν ἔχου πιˬῆ γιατρ’κὸ σ’ οὕλη μ᾿ τὴ ζουὴ Θεσσ. (Συκαμν.) Ξέρω τὴν ἀρρώσκιˬα σ-σου, μ-μὲ τὸ γιˬατρικὸ ’ὲν τό ’χω Κῶς (Πυλ.) Σὸν ἄρρωστον γιˬατρικὸ δίνε γιὰ νὰ λαροῦται (εἰς τὸν ἀσθενῆ δίδουν φάρμακον διὰ νὰ ἡσυχάσῃ) Πόντ. Γιˬατρικὰ ἑποῦκαν τὸν ἄρρωστον πολλὰ Πόντ. (Τραπ.) Ἀγένωτον dαψί, βουγιˬὰν dοῦ βουγιˬοῦ, ξὶν gαὶ λάι, βασιλικὸ ᾽ατ-τρικὸ (ἀγένωτον = καινούργιο, βουγιὰ τοῦ βουγιˬοῦ = κοπριὰ βοδιοῦ, ξὶν = ξίδι· σκωπτικῶς ἐπὶ τῶν λαϊκῶν ἰατροσοφίων) Χάλκ || Φρ. Γιˬατρικὰ νὰ τὰ φᾶς - νὰ τὰ πιˬῇς! (ἀρὰ κατὰ τῶν διαπραττόντων ἀδικίαν οἰκονομικῆς φύσεως) κοιν. Ὅσα μ’ ἑφαήτ᾽σερε, σὲ γιατικὰ νὰ σὲ δοῦρε (ὅσα μοῦ ἔφαγες, νὰ τὰ δώσῃς δι᾽ ἀγορὰν φαρμάκων) Τσακων. Δὲν ὑπάρχει οὔτε γιˬὰ γιˬατρικὸ (πρὸς δήλωσιν παντελοῦς ἐλλείψεως πράγματός τινος) κοιν. Οὔτε γιˬὰ γιˬατρικό! (βραχυλογική ἔκφρασις τῆς προήγουμ.) κοιν. Ἐν εὕραμεν γιˬατρικό! (οὐδὲν ἀπολύτως εὕρομεν) Ρόδ. Ἐσ-σὲ ’γαπῶ γιˬατρικό! (οὐδόλως σὲ ἀγαπῶ) αὐτόθ. Τὸ δίνει σὰ γιˬατρικὸ (εἰς πολύ μικρὰν ποσότητα) κοιν. Ἐποίκεν ἀτο δτρικὸν (συνών. μὲ τὴν προήγουμ.) Πόντ. (Ἴμερ.) || Παροιμ. Γάλα γυρευτὸ πικρὸ σὰ γιˬατρικὸ (διότι συνεπάγεται ὑποχρεώσεις) ἀγν. τόπ Ὁ καθένας μοναχός του | θὰ νὰ βρῇ τὸ γιατρικό του Ἰόνιοι Νῆσ. Ἄν εἶᾶ-εν ὁ' κ-έλης γιˬατρικόν, | ἐγιˬάνισκεν τὸ κ-έλιν του (ἐπὶ τῶν ὑποσχομένων βοήθειαν εἰς ἄλλους, ἐνῷ αὐτοὶ εἷναι ἀνίσχυροι. Πβ. τὴν ἀρχ. «ὁ τῶν ἄλλων ἰατρὸς ἕλκεσι βρύων») Κύπρ. Νὰ κάτεχεν ὁ κασσίδης γιˬατρικό, θελὰ κάμῃ τσῆ κεφαλῆς του! (συνών. μὲ τῆν προηγουμ.) Κρήτ. Τὸ γιˬατρικὸ εἶναι πικρὸ ’ς τ’ ἀχείλι καὶ γλυκὸ ’ς τὴν καρδιˬὰ (ὅ,τι ὠφελεῖ δὲν εἶναι πάντοτε ἐξ ἀρχῆς νοητὸν) Πελοπν. (Πάτρ.) Εἶπαν, λέ, τὴν gάργαν, πού ’νιν ἡ καρκαδιˬά της γιˬατρικὸγ-γιˬὰ τὰ μ-μάτιˬα, κὶ ἰκεννη, τόμους τό ’κουσιν, ἰπήαιν-νιν εἰς τοῦ πελαους τὴν ἔφη͵-νιν (εἶπαν, λέει, ᾽ς τῆν κουρούνα πὼς ἡ κουτσουλιά της εἷναι γιατρικὸ γιὰ τὰ μάτια καὶ ἐκείνη, μόλις τὸ ἄκουσε, πήγαινε ’ς τὸ πέλαγος καὶ τὴν ἄφινε· διὰ τοὺς μοχθηροὺς, οἱ ὁποῖοι δὲν κάνουν καλωσύνην, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν τοὺς κοστίζει τίποτε) Λυκ. (Λιβύσσ. Μάκρ.) Πικρὰ εἶν’ τὰ γιˬατρικά, μὰ ἔλα ποὺ χρειάζονται Ἰόνιοι Νῆσ Μὴν παίρνῃς τὸ γιˬατρικό σου σὲ πολλὰ ποτήρια (μὴ μεταφέρης τῆν πικρίαν σου σὲ ἄλλους) Πελοπν. (Πάτρ.) Ἄς τό ’χουμι τοὺ γιˬατρικὸ κι ἀγύριφτου νὰ γέ’ (εἶναι ἀνάγκη νὰ προνοοῦμεν δι᾽ ἀντιμετώπισιν παντὸς δυσαρέστου) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾌσμ. Τὸ στῆθος μου τὸ πλήγωσες, μὰ γιˬατρικὸ δὲ βάνω, ἐτσὰ δὰ βασανίζωμαι ἴσαμε ν᾿ ἀποθάνω (δὰ = θὰ) Κρήτ. Τὸν παραστέκουν οἱ γιˬατροὶ μὲ γιˬατρικὰ ’ς τὰ χέριˬα Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἀιλλοὶ ἐμέν, τὸ κάρδοπο μ᾽ ὅσον ντὸ πάει φουσκώνει, τρανὸν γερόπον ἔφερεν καὶ δτρικὰ ᾽κὶ σ᾽κώνει Πόντ. (Ἴμερ.) Ὁ τάφος καὶ ἡ μαύρη γῆ ἦτο d-dὸ γιˬατρικό σ-σου (μοιρολ.) Σύμ. Κι ὅσο νὰ πάου καὶ νὰ ’ρθῶ, τὰ γιˬατρικὰ νὰ φέρω, ν-ὰκῶ καμπάνες νὰ βαροῦν, ’ς τὸ σπίτι μου νὰ κλαῖνε Πελοπν. (Γορτυν.) Σὰ μοῦ ραΐσῃς τὴ gαρδιὰ καὶ σὰ μοῦ τὴ μαράνῃς, ποῦ θὰ τὰ βρῇς τὰ γιˬατρικὰ ὕστερα νὰ τὴ γιˬάνῃς; Κρήτ. Συνών. ρεμέντιο, φάρμακο. β) Μεταφ., μέσον παρηγορίας, τρόπος ἀπαλλαγῆς ἀπὸ κάποιο κακὸν κοιν.: ᾌσμ. Γιˬὰ πέ μου, γιˬέ μου, ποῦ πονεῖς, νά ’βρω τὸ γιˬατρικό σου Νίσυρ. Εἶν’ ᾶξικό’τους ἀπουδῶ, | ἰγὼ θὰ τ᾿ βροῦ τοὺ γιˬατρικὸ (ἐνν. τὸν τρόπον, τὸ μέσον διὰ νὰ τὸν ἀποδιώξω) Εὔβ. (Στρόπον.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA