βαβουλίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβουλίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαβουλίδα ἡ, Ἤπ. Κέρκ. Παξ. -Λεξ. Βλαστ. 437 bαβουλίδα Παξ. bαbουλίδα Σέριφ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαβούλα (Ι) καὶ τῆς καταλ. –ίδα.
Σημασιολογία
Τὸ ἔντομον μηλολόνθη. Συνών. βαβούλα (Ι) 1, χρυσοβαβούλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA