ἀντζὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντζὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντζὶ τό, ἀντζὶν Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Σουρμ Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἀντζὶ πολλαχ. ἀτζὶ Ζάκ. Ἰκαρ. Κάρπ. Κορσ. Κρήτ. Λέρ. Πελοπν. (Μάν. Πλάτσ.) ἄτσι Σίφν. ἀζὶ Κάρπ. Μύκ. ’τζὶ Νίσυρ. Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀντζίον, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντίον ἢ ἀντικνήμιον. ᾽Ιδ. ἄντζα.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀπὸ τῶν γονάτων μέχρι τῶν ἀστραγάλων μέρος πολλαχ καὶ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Σούρμ. Τραπ Χαλδ. κ.ἀ.): Τοῦτο τὸ παιδὶ ἔχει κἄτι ἀντζιˬὰ σὰν καλάμιˬα Παξ. Δὲν κοιτᾷς τί ἀτζιˬὰ ἔχει αὐτή! Πελοπν. (Πλάτσ.) Ἔ μωρέ, ἀτζὰ τά ’χει ’κεινηὲ ἡ κωπελλιˬά! Κρήτ. Εὐτὴ ἡ κόρη δὲν ἔχει καλὸ ἀζὶ Μύκ. || Φρ. Τρώει καντζία καὶ σ’κών᾿ τ’ ἀντζία (ἐπὶ γυναικὸς εὐτραφοῦς καὶ προκλητικῆς. καντζία=ὁ ξεφλουδισμένος καρπὸς τοῦ λεπτο καρύου) Κρώμν. || Παροιμ. Καλὰ χορεύγ’ ἡ κορασιˬά, μὲ φαίνονται τ’ ἀζιˬὰ της (ἐπὶ τῶν ἀπρεπῶς φερομένων μὲ=μὰ) Κάρπ. Γνωμ. Θρέψε σκύλλο νὰ φάῃ τ’ ἀτζί σου (ἐπὶ ἀχαρίστου) Πελοπν. (Μάν.) β) Τὸ ἄνω τμῆμα τῆς περικνημῖδος τὸ καλύπτον μέρος τῆς κνήμης Κύθν. 2) Τὸ ὄπισθεν τοῦ ὀστοῦ τῆς κνήμης σαρκῶδες μέρος, ἡ γαστροκνημία Πελοπν. (Μάν.) 3) Τὸ ἐξωγκωμένον μέρος τοῦ μηροῦ Κρήτ. 4) Τὸ σκέλος, ὁ ποὺς ὁλόκληρος Κρήτ. Λέρ. Νίσυρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρωμν. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.): Δὲ dὸν βαστοῦν τ᾿ ἀτζιά του ν’ ἀνεβῇ τὸν ἀνήφορο Κρήτ. Ἅπλωσον τ’ ἀτζία σου ᾿ς σὴν φωτίαν Κερασ. Κρούει τ’ ἀντζὶν κ᾿ ἔρται (χωλαίνων ἔρχεται) Χαλδ. ᾿Ερροῦξεν κ᾿ ἐτσάκωσεν τ᾿ ἀντζίν ἀτ’ (ἔπεσε καὶ ἔθραυσε τὸν πόδα του) Τραπ. || Φρ. Τὸ βάνω ’ς τ’ ἀτζὶ (φεύγω δρομαίως. Συνών. φρ. τό βάλε ’ς τὸ πόδι) Κρήτ. Ἡ κοτζὴ ἐχτέθεν ἀντζὶν (ἡ χωλὴ ἀπέκτησε πόδα. Ἐπὶ τοῦ ἀποκτήσαντος πρᾶγμα λίαν ποθητὸν) Σάντ. Ἀβράκωτε καλόερε, τ’ ἀντζία σ᾿ τζιλεμένα (σκωπτικῶς πρὸς παῖδα μὴ φέροντα περισκελίδα. τζιλεμένα μετοχ. τοῦ τζιλῶ=ἔχω εὐκοιλιότητα καὶ ἀφοδεύομαι ὑγρὰ) Χαλδ. || Αἴνιγμ. Μακρὺς μοκρὺς καλόγερος καὶ κατουρεῖ ἀτζά του (ποταμὸς) Κρήτ. Πβ. ἄντζα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/