γαιˬτανοφρυδᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬτανοφρυδᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαιˬτανοφρυδᾶτος ἐπίθ. σύνηθ. γαιˬτανουφρυδᾶτους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. γαιˬτανοφρουδᾶτος Αἴγιν. κ.ἀ. γατανοφρυδᾶτος Νάξ. (᾽Απύρανθ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαιˬτάνι καὶ φρύδι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. - ᾶτοςιˬ

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων φρύδια κανονικὰ καὶ λεπτὰ ὡς τὸ γαϊτάνι ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Εἴπαμε ξανθά, σγουρὰ καὶ γαιτανοφρυδᾶτα (ἐνν. λόγια, δηλ. πολλὰ καὶ διάφορα, πεπαισμένως) Πελοπν. (Λακων.) || ᾌσμ. Γιˬὰ πές μου πές μου, μπιστιτσέ, τὰ πρόβατα ποινοῦ ᾽ναι; ποινοῦ ’ν’ αὐτὸς ὁ μπιστικὸς ὁ γαιτανοφρουδᾶτος; Αἴγιν. Τοῦ Γιˬαννακῆ ’ναι ὁ βοσκὸς ὁ γατανοφρυδᾶτος ᾿Απύρανθ. Παίρνει ὁ κοdὸς τὴν ὄμορφη, παίρνει ὁ κοdὸς τὴν ἄσπρη, παίρνει ὁ κοdὸς τὴ γαλανὴ τὴ γατανοφρυδάτη αὐτόθ. Ἄσπρη στροgυλοπρόσωπη καὶ γαιˬτανοφρυδάτη, τὴ bέτρα σκίζεις κάνεις δυˬὸ μὲ τὸ δεξό σου μάτι Κρήτ. Σκουλήκιˬα τρώ dὰ μάτιˬα του τὰ γαιˬτανοφρυδᾶτα καὶ φίδιˬα τὴ γλωσσίτσα του τὴν ἀηˬδονολαλοῦσα αὐτόθ. Συνών. γαιˬτανομμάτης, γαιˬτανοφρύδης. Πβ. γαιˬτανοφρυδοῦσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/