βαβούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαβούρα ἡ, (ΙΙ) Ἀστυπ. Θήρ. Ζάκ. Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Κύπρ. Μύκ. Πελοπν (Λακων. Μάν.) Σύμ. κ.ἀ. βαούρα Κάρπ. Κυπρ κ.ἀ.
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη. Ἰδ. Κορ. ἔκδ. Ἰσοκρ. 2,161 καὶ ΣΞανθουδ. Ἐρωτόκρ. 517. Ὁ GMeyer Neugr. Stud. 4,15 τὴν θεωρεῖ Ρωμανικήν. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἔρωτοκρ. Δ 1007 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) κ.ἀ.
Σημασιολογία
1) Κοσμοβοή, ὀχλοβοή, τύρβη, θόρυβος ἔνθ’ ἀν.: Ἤτανε κόσμος μαζωμένος καὶ κάνανε πολλὴ βαβούρα Μάν. Μαζεύτηνα καὶ κάνανε βαβούρα αὐτόθ. Ἀκουόταν ἡ καθημερινὴ βαβούρα Κέρκ. Βαβούρα gάνου dὰ κωπέλλιˬα καὶ δὲ ’γροικῶ Κρήτ. Πολλὴ βαβούρα κάνετε και δὲν ξεκαθαρίζω dὰ μοῦ λέει (δὲν ἀκούω τί μοῦ λέγει) αὑτοθ. Ἔει μεάλην βαβούραν ’ς ἐκεῖνο τὸ σπίτιν Κύπρ. Ἔσει πολ-λὴν βαούραν ὁ καφενὲς αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «μέ τὴ βαβούρα τὴν πολλὴ καὶ χτύπους τῶν ἀρμάτω | ἐγροίκησ’ ὁ Ρωτόκριτος, γιατὶ δὲν ἐκοιμᾶτο». Συνών. βαβουρανιά. β) Βόμβος, ζάλη, σύγχυσις Μύκ. Πελοπν. (Μάν) κ.ἀ.: Τὸ κεφάλι μου ἔχει βαβούρα Μάν Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 1786 «ἡ κοπανιὰ μέσ᾿ τσ’ ὀμυαλοὺς βαβούρα τῶς ἐφῆκε». 2) Ἐνόχλησις, συμφορὰ ἰδίως ἡ ἐκ βασκανίας προερχομένη Κάρπ.: Βαούρα καὶ κακομοιριˬὰ μᾶς ηὗρε. Κακὴ βαούρα, κακὸν ἐμμάτι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA