γαιˬτανοφρύδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬτανοφρύδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαιˬτανοφρύδι τό, πολλαχ. γαιˬτανοφρούιν Χίος (Πυργ.) γατανοφρύδι Νάξ. (᾽Απύρανθ.) δαχτανοφρύδι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Σαμακόβ. Σκοπ.) κ.ἀ. γαιˬτανόφρυδο πολλαχ. γατανόφρυο Κῶς.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαιˬτάνι καὶ φρύδι. Διὰ τὸν τύπ. γαιˬτανόφρυδο ἱδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,180 κἑξ.

Σημασιολογία

Φρύδι κανονικὸν καὶ λεπτὸν καθὼς γαιˬτάνι ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Βάνει τὸν ἥλιˬο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στήθη καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάνει γαιˬτανοφρύδι Ἤπ. Δώδεκα χρόνια δούλεψα, ᾿ς τὸ μάτι δὲν τὴν εἶδα, ᾽ς τὸ μάτι καὶ ’ς τὸ μάγουλο καὶ ’ς τὸ γαιˬτανοφρύδι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Σώπα σώπα, κυρὰ ξαθή, τὶ σ’ ἔχω φιλημένη ᾿ς τὸ στῆθος καὶ ’ς τὸ μάγουλο καὶ ᾿ς τὸ δαχτανοφρύδι Σαμακόβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/