γιˬατρικουλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατρικουλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬατρικουλεύω Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) γιˬατρικουλεύγω Κρήτ. (Μεραμβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρικούλι.

Σημασιολογία

Θεραπεὐω ἀσθενῆ διὰ πρακτικῶν μέσων: Ἐμεῖς τὸν ἐγιˬατρικουλέψαμε ἀμοναχοί μας καὶ τοὺ πέρασε. Μεραμβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/