γιˬατροκομιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατροκομιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬατροκομιὰ ἡ, Δ. Λουκόπ., Ποιμεν. Ρούμελ, 190 - Λεξ. Βλαστ. 402 γιˬατρουκουμιὰ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιˬατροκομῶ.
Σημασιολογία
Τρόπος πρακτικῆς θεραπείας ἀσθενειὧν ἔνθ᾽ ἀν.: Ξέρουν κιˬ ἀπὸ γιˬατροκομιές· ἂν τύχῃ νὰ μὴν ξέρουν, ρωτοῦνε ἄλλους παθῆδες καὶ μαθαίνουν Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γιˬατρολόγημα. Πβ. γιˬατροκόμισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA