βάβω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάβω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάβω ἡ, Ἄνδρ. Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Εὔβ. Ἤπ. (Πρέβ. κ.ἀ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. –Λεξ. Βλαστ. 412 καὶ 413 βάβου Εὔβ. (Στρόπον) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Εὐρυταν. Τριχων. Φθιῶτ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. κυρίου ὄν Βαυβώ. Πβ. ΝΠολίτ. Μελετ 1,55 «ἡ Βαυβώ...ἀναφέρεται ὑπὸ μεταγενεστέρων μυθογράφων ὡς γραῖα διασκεδάσασα δι’ ἀστεϊσμῶν τὴν θλῖψιν τῆς θεᾶς Δήμητρος». Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου πιθανῶς κατὰ τὸ συνών. μπάμπω.
Σημασιολογία
1) Γραῖα Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Τριχων. Φθιῶτ.) κ.ἀ.: Τότε φανερώθηκε μιˬὰ βάβω ’ς τὸ βασιλεˬὰ καὶ τοῦ εἶπε (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. Γρα͜ιὰ βάβω (σκωπτικῶς περὶ γυναικὸς γραίας) Κεφαλλ. || Παροιμ. Τό χωριˬὸ καίεται κ’ ἥ βάβω λούζεται (ἐπὶ τοῦ ἀσχολουμένου ἐν ὥρᾳ κινδύνου ἢ ἄλλης σοβαρᾶς περιστάσεως καὶ ἀνάγκης εἰς πράγματα μὴ ἐπείγοντα) Ἤπ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. (Ἄρτ. Ἰωάνν.), ὑπὸ δὲ τὸν τύπ. τῆς Βάβως ἡ γούρνα Παξ. 2) Προμήτωρ Ἄνδρ. Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Πρέβ. κ.ἀ.) Θεσσ. Στερελλ. (Ἀράχ. Εὐρυταν.) κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαβὰ 1. 3) Θεία Ἤπ. 4) Τροφὸς Λεξ. Βλαστ. Συνών. βαβὰ 3, παραμάννα. 5) Μαῖα Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Κέρκ. Παξ. κ.ἀ.: Τσ’ ἤρθανε οἱ πόνοι κ᾿ ἔκραξε τὴ βάβω νὰ τὴνε ξεγεννήσῃ Κέρκ. Συνών. βαβά 6, βάγια, μαμμή. 6) Τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον Στερελλ. (Τριχων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA