ἀρχικλέφταρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχικλέφταρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρχικλέφταρος ὁ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχι- καὶ τοῦ οὐσ. κλέφταρος.
Σημασιολογία
1) Ὁ πρῶτος τῶν κλεπτῶν. 2) Κλέπτης διαβόητος, ἐπιτήδειος. Συνών. ἀρχικλεφταρᾶς, ἀρχικλέφτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA