ἀντζωναριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντζωναριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντζωναριˬάζω, ’τσουναρκάζω Κύπρ. (Γερμασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀντζωνάρι.
Σημασιολογία
Ἀναρτῶ ἤ συλλαμβάνω ζῷόν τι ἀπὸ τοῦ ἄκρου ποδός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA