ἀρχιπαίδιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχιπαίδιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρχιπαίδιˬος ὁ, ἀρτιπαίδκιˬος Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχι- καὶ τοῦ οὐσ. παίδιˬος.
Σημασιολογία
Πρῶτος μεταξὺ τῶν παίδων, ἀρχηγὸς τῶν παίδων: Ἤμουν παίδκιˬος τιˬ ἀρτιπαίδκιˬος ταὶ παιδὶν ταὶ παλληκάριν (ἐξ ἐπῳδ. κατὰ πόνου βοός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA