βάγγα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάγγα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βάγγα ἡ, Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) βάgα Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ Ἰταλ vanga, ὃ τὸ Λατιν vanga=εἴδος σκαλιστηρίου. ᾿Ιδ. GMeyer Neugr. Stud 4, 15. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Αὗλαξ, μικρὰ τάφρος Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλάχ. 2) Μικρὸς ρύαξ Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/