γαλάζωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλάζωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλάζωμα τό, Ἰκαρ. Πελοπν. (Μεσσ.) - Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 363.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γαλαζώνω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ γίνῃ τις ὑποκύανος Λεξ. Αἰν. 2) Τὸ διὰ διαλύματος θειικοῦ χαλκοῦ ράντισμα Πελοπν. (Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA