γιˬατρόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατρόπουλο τό, Τῆλ. γιˬατρόπουλ dο Νίσυρ. Ρόδ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιατρός.
Σημασιολογία
Γιˬατράκι 1, τὸ ὁπ. βλ.: ᾌσμ. Τ’ ἕνα μικρὸγ-γιˬατρόπουλο ἀποὺ τὴβ-Βενετία ἀποὺ τὴχ-χέρα τὸν gρατεῖ τσαὶ βρίστει τὴν αἰτία Τῆλ. Ἕναμ-μικρὸγ-γιατρόπουλ dο ἀποὺ τὴβ-Βενετία ’ποὺ τὸ εράειν τόνε ᾽ρπᾷ καὶ βρίσκει τὴν αἰτία Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA