γαλαζώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλαζώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαλαζώνω Ἤπ. ᾽Ικαρ. Πελοπν. (᾿Ανδροῦσ. Μεσσ.) κ.ἀ. ΚΧρηστομ. Κερέν. κούκλ. 6 - Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 348. γαλαζώνου Μακεδ. (Σίτοβ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) γαλαζιˬώνω ΜΦιλήντ. Θρῦλ. 15.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλάζιˬος.
Σημασιολογία
1) Φαίνομαι κυανοῦς ΚΧρηστομ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ν’ ἁπλώσῃ ἕνα δυˬὸ ρουχαλάκια... ποῦ γαλάζωναν ἀπ᾿ τὸ λουλάκι ἀπάνω ᾿ς τὸ σκοινί. β) Λαμβάνω χρῶμα ὑποκύανον ἀποκλῖνον πρὸς τὸ μέλαν Ἤπ. Μακεδ. (Σίτοβ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) - Λεξ. Αἰν. Βλαστ.: Γαλάζωσαν τὰ χείλη του ἀπὸ τὸ κρύο Λεξ. Αἰν. || ᾌσμ. Τώρα νυχτώνουν τὰ -ι- βουνὰ κ’ οἱ κάμποι γαλαζώνουν Σίτοβ. Βάζει φωτιˬὰ ’ς τὴν καλαμιˬὰ καὶ γαλαζώνει ὁ τόπος Ἤπ. Συνών. γαλαζγίζω. 2) Προσδίδω χρῶμα κυανοῦν ΜΦιλήντ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ἔσκασ᾿ ὁ ἥλιˬος, χύθηκε ᾿πάν᾿ ἀπ᾿ τὰ κορφοβούνιˬα, γαλάζιˬωσε τὸν οὐρανὸ καὶ χρύσωσε τὰ γνέφη. Συνών. γαλαζγίζω, γαλαζεύω, γαλανιάζω 1β. β) Περνῶ ἀπὸ τὸ λουλάκι, λουλακιˬάζω Στερελλ. (Παρνασσ.): Γαλαζωμένα ροῦχα. 3) Ραντίζω μὲ διάλυμα θειικοῦ χαλκοῦ Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Μεσσ.): Γαλαζώνω τ᾿ ἀbέλι ᾿Ανδροῦσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA