ἀρχιπαλλήκαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχιπαλλήκαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρχιπαλλήκαρο τό, ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ 33.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχι- καὶ τοῦ οὐσ. παλληκάρι.
Σημασιολογία
Τὸ πρῶτο παλληκάρι: Ποίημ. Στὴ μέση, ἀρχιπαλλήκαρο, σκορπᾷ κάθε ματιˬά του, γῦρο του σπίθες λεβεντιᾶς, πέρα φωτιˬὲς θανάτου. Συνών. πρωτοπαλλήκαρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA