γαλαζωπίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλαζωπίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαλαζωπίζω Πάρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλαζωπός.
Σημασιολογία
Ἔχω χρῶμα κυανοῦν: ᾎσμ. Τὴ θάλασσα τὴν ἀγαπῶ, γιˬατὶ γαλαζωπίζει κ’ ἐμένα ἡ ἀγάπη μου βαθεˬὰ νερὰ ἀρμενίζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA