γιˬατροσόφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατροσόφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬατροσόφος, ὁ, Θρᾴκ. (Αἶν.) γιˬατρόσοφος Προπ. (Ἀρτάκ.) γιˬατροσοφὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Θηλ. γιˬατροσόφισσα Γ. Βλαχογιάνν., Λόγ. καὶ ἀντίλογ., 80.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατροσόφι.
Σημασιολογία
Ὁ ἐμπειρικὸς ἰατρὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἕνα παραμυθάκι λέει μιˬὰ γιˬατροσόφισσα γριὰ πουλήτρια κ’ ἕνα ἐμπορόπουλο βγήκανε ’ς τὶς γειτονιὲς Γ. Βλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Θεγώρ’σενα καλὸ νὰ ξαγορευτῇ γού’να τὴν ἀλήθεια ’ς τὸ γιˬατρόσοφο (θεγώρ’σενα = θεώρησε, νὰ ξαγορευτῇ = νὰ ὁμολογήσῃ, γούλ’να = ὅλην) Ἀρτάκ. || ᾌσμ. Τρία πιρούνιˬα νὰ βρεθοῦν νὰ τὸν κατακαρφώσουν καὶ τρεῖς γιˬατροί, γιˬατροσοφοί, νὰ τὸν γιˬατροσοφοῦνε Αἶν. Τρέξετε, γιˬατροί, γιˬατροὶ καὶ γιˬατροσόφοι νὰ γιˬατρεψετε τοῦ ψύλλου τὸ ποδάρι αὐτόθ. Συνών. γιˬατροφόρος, κομπογιˬανίτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA